αγκαθότοπος

αγκαθότοπος
ο και αγκαθοτόπι, το τόπος που φυτρώνουν μόνο αγκάθια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αγκαθότοπος — ο και τόπι, το ο αγκαθιώνας* …   Dictionary of Greek

  • αγκαθίστρα — η [αγκάθι] χέρσος αγρός γεμάτος αγκαθωτά φυτά, αγκαθότοπος …   Dictionary of Greek

  • ακανθών — ἀκανθών, ο (Α) [ἄκανθα] τόπος με φυτά που έχουν αγκάθια, αγκαθιώνας, αγκαθότοπος …   Dictionary of Greek

  • τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”